- κολόβωμα
- το, -ατοςη πράξη και το αποτέλεσμα του κολοβώνω, ακρωτηρίαση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κολόβωμα — the part taken away in mutilation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολόβωμα — το (AM κολόβωμα) [κολοβώ] 1. ακρωτηριασμός, κουτσούρεμα («οὐδέν τι τῶν ζῴων ἐλλιπὲς ἔχον μόριον ἐκ κολοβώματος ἐθύετο», Τζέτζ.) 2. το τμήμα μέλους ή οργάνου που απομένει μετά τον ακρωτηριασμό … Dictionary of Greek
κολοβωμάτων — κολόβωμα the part taken away in mutilation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβώματα — κολόβωμα the part taken away in mutilation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβώματι — κολόβωμα the part taken away in mutilation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβώματος — κολόβωμα the part taken away in mutilation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… … Dictionary of Greek
Colobom — Angeborene Spaltbildung an der Iris Klassifikation nach … Deutsch Wikipedia
Kolobom — Angeborene Spaltbildung an der Iris … Deutsch Wikipedia
εκκοπή — η (AM ἐκκοπή) εκβολή, αποκοπή αρχ. μσν. φρ. «ἐκκοπὴ πάθους» κόψιμο ή εγκατάλειψη πάθους, κακής συνήθειας κ.λπ. μσν. σφαγή αρχ. 1. (για δέντρο) κόψιμο από τη ρίζα 2. αποκοπή πλευρών 3. ακρωτηριασμός, κολόβωμα 4. απόξεση 5. αφαίρεση ακίδας βέλους… … Dictionary of Greek